Με τη δέουσα λαμπρότητα και υπερηφάνεια πραγματοποιήθηκαν οι εκδηλώσεις για τον εορτασμό της Εθνικής Επετείου της 25ης Μαρτίου 1821 από τον Δήμο Ηλιούπολης, με τη συμμετοχή σχολείων, φορέων, οργανώσεων, παρουσία του Δημάρχου Γιώργου Χατζηδάκη, Δημοτικών Συμβούλων και πλήθους κόσμου.
Μετά την καθιερωμένη επίσημη δοξολογία στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου, πραγματοποιήθηκε η επιμνημόσυνη δέηση στο Μνημείο των Ηρώων στην Πλατεία Φλέμινγκ.
Ακολούθησε η εκφώνηση του πανηγυρικού της ημέρας από τον κ. Χατζηδάκη και η κατάθεση στεφάνων.
Οι εορταστικές εκδηλώσεις για την επέτειο της 25ης Μαρτίου κορυφώθηκαν με την παρέλαση που πραγματοποιήθηκε επί της Λεωφόρου Ειρήνης, υπό τους ήχους της Φιλαρμονικής του Δήμου Ηλιούπολης.
Ομιλία Δημάρχου Ηλιούπολης Γ. Χατζηδάκη για την 25η Μαρτίου
«Εμάς μη μας τηράτε πλέον, αι ημέραι της γενεάς, η οποία σας άνοιξε το δρόμο, θέλουν μετ’ ολίγον περάσει. Την ημέρα της ζωής μας θέλει διαδεχθή η νύκτα του θανάτου μας, καθώς την ημέραν των Αγίων Ασωμάτων θέλει διαδεχθή η νύκτα και η αυριανή ήμερα. Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, οπού ημείς ελευθερώσαμε».
Με τη φράση αυτή προς τους “γυμνασιόπαιδες” στην Πνύκα τον Νοέμβριο του 1838 ο Κολοκοτρώνης επιχείρησε να κλείσει έναν κύκλο, τον κύκλο της Επανάστασης, και να στρέψει το βλέμμα των νέων στο μέλλον. Η επόμενη μέρα ήταν αυτή που θα σκορπούσε ουσιαστικά το σκοτάδι της σκλαβιάς. Που θα δικαίωνε όλους όσοι ξεκίνησαν την Επανάσταση του 1821, μάτωσαν και χάθηκαν πολεμώντας τους Τούρκους, τα μίση και τα πάθη αιώνων.
Σήμερα, τρεις αιώνες μετά, εκείνα τα μηνύματα παραμένουν επίκαιρα καθώς το “στόλισμα” που ήθελε ο Κολοκοτρώνης άλλες φορές θολώνει και άλλες καταστρέφεται μέσα σε ένα περιβάλλον που αλλάζει καθημερινά.
Όπως και να έχει όμως, σήμερα 202 χρόνια μετά, η Επανάσταση του 1821 παραμένει φωτοδότης οχι μόνο για τη χώρα μας αλλά για όλο τον κόσμο.
Και όχι τυχαία: Μετά από 400 χρόνια σκλαβιά. Διώξεις, δολοφονίες, καταστροφές, βιασμούς, δουλεμπόρια, οι Έλληνες κατάφεραν να οργανώσουν μια Επανάσταση στην οποία ουδείς πίστευε. Ουδείς, εκτός από κάποιους φωτισμένους ηγέτες που έδρασαν κυρίως στο εξωτερικό αλλά και τους εντός Ελλάδος καπεταναίους οι οποίοι ορκίστηκαν “ελευθερία η θάνατος”.
Και είχε πολύ θάνατο η “ελευθερία”. Νησιά ολόκληρα αφανίστηκαν, χωριά και πόλεις καταστράφηκαν, χιλιάδες δολοφονήθηκαν ή στάλθηκαν στα σκλαβοπάζαρα.
Είναι χαρακτηριστική όσο και ανατριχιαστική η περιγραφή του τοποτηρητή της Χίου Βαχίτ Πασά για τη μεγάλη σφαγή: “Τους μεν ηλικιωμένους επέρασαν γενναιότατα εν στόματι μαχαίρας παρομοίως και τας ηλικιωμένας γραίας, την δε κινητήν περιουσίαν αυτών ελεηλάτησαν, τας δε ωραίας κόρας των και τους τρυφερούς νεανίσκους των ηχμαλώτισαν. Το αίμα έρευσε ποταμηδόν…”.
Παρά τη βιαιότητα όμως άνδρες απλοί καθημερινοί, χωρίς τις γνώσεις του πολέμου, χωρίς όπλα και φαί στάθηκαν απέναντι στις ορδές των Τούρκων. Και ήταν πολλές οι νίκες που χάρηκαν. Και ήταν πολλοί οι καπεταναίοι που αναδείχτηκαν σε σπάνιες ηγετικές προσωπικότητες στο πεδίο της μάχης. Ο Κολοκοτρώνης, ο Νικηταράς, ο Μάρκος Μπότσαρης, ο Ανδρούτσος, ο Μιαούλης, η Μαυρογένους, ο Καραϊσκάκης, ο Διάκος, οι Υψηλάντηδες και εκαντοντάδες άλλοι ήταν εκεί και τσάκισαν τον Ομέρ Βρυώνη, τον Δράμαλη, τον Ιμπραήμ, τον Καπουδάν Πασά.
Ήταν στο Σούλι, το Μεσολόγγι, το Χάνι της Γραβιάς,τη Μάνη,τα Ψαρά, την Υδρα, τη Ρουμελη και το Βάλτο. Εκεί με το γιαταγάνι και το σπαθί και τα όνειρα για μια ζωή ελεύθερη. Παράτολμοι έως τρέλας που έπαιζαν με τον θάνατο.
Μια φορά όταν ο Μιαούλης είχε εμπλακεί σε ναυμαχία με τους Τούρκους μία οβίδα χτύπησε το πλοίο του.Τότε, απευθυνόμενος στον Σαχτούρη λέει: “τους κερατάδες! Που χύσανε τη φασολάδα”.
Ακόμη και όταν έβλεπαν να φτάνει το τέλος τους αποτριαβιόταν και παρότρυναν τους άλλους να συνεχίσουν: “Αδέλφια, εγώ έκαμα το χρέος μου και πεθαίνω ευχαριστημένος. Αφήστε με και τρεχάτε εκείνα που εγώ άρχισα”, είπε ο Μάρκος Μπότσαρης στα παλικάρια του λίγο πριν πεθάνει στο Καρπενήσι. Και αυτή τη καθημαγμένη σκυταλοδορμία ελευθερίας την συναντάμε παντού. Τα παιδιά παίρνουν τα όπλα του πατέρα. Οι γυναίκες παίρνουν εκδίκηση. Οι γέροι ανατινάζονται στο Μεσολόγγι και το Κούγκι παίρνοντας μαζί τους εκατοντάδες νεκρούς.
Ο αγώνας των Ελλήνων γρήγορα έγινε σύμβολο και πηγή έμπνευσης για ποιητές και ζωγράφους αλλά και φωτισμένους νέους που ήρθαν να πολεμήσουν. Ως και την Αϊτή μια μικρή κουκίδα στον χάρτη συγκίνησε η οποία μόλις είχε αποκτήσει την ανεξαρτησία της και προσέφερε καφέ για να αγοράσουν οι Έλληνες όπλα.
Δυστυχώς όμως η λάμψη του αγώνα θάμπωσε. Πολιτικοί και στρατιωτικοί. Στερεολαδίτες, νησιώτες και Πελοποννήσιοι ενεπλάκησαν σε εμφύλιες διαμάχες άλλοτε για την εξουσία και άλλοτε από εγωϊσμούς που παρολίγο να μας στοιχίσει ακριβά. Και σαν να μην έφταναν τα δικά μας ήρθαν και οι ξένοι, Αγγλοι, Γάλλοι και Ρώσοι και προσπάθησαν να διαμορφώσουν το δικό τους πλαίσιο συμφερόντων σε μια κατεστραμμένη χώρα. “Οι επιτροπές και οι προσωρινότης κατέστρεψαν την Ελλάδα”, έλεγε ο Καποδίστριας.
Ο Μακρυγιάννης, αν και ήταν εκ των πρωταγωνιστών του εμφυλίου αναγνωρίζοντας το μέγα λάθος γράφει στα απομνημονευματά του: “Κρίμα που σκοτωνόμαστε κι ανάθεμα στους αίτιους του εμφυλίου πολέμου και της φατρίας όπου κατάντησαν το έθνος σε αθλίαν κατάστασιν”.
Αλλά και τότε οι Έλληνες κατάφεραν να ανασυγκροτηθούν. Η θυσία του Παπαφλέσσα στο Μανιάκι ήταν η καμπάνα που ξύπνησε τους οπλαρχηγούς από τον εφιάλτη της διχόνοιας. Πολέμησαν, θυσιάστηκαν και συγκίνησαν την παγκόσμια κοινότητα. Και εκεί στο Ναυαρίνο παίχτηκε η τελευταία πράξη μιας παράλογης επανάστασης που έφερε ξαστεριά.
Ο Καποδίστριας έφερε την ελπίδα και ένα ήθος δυσεύρετο στις μέρες μας: “Σας υπόσχομαι να προσπαθήσω διατην ανεξαρτησίαν της Ελλάδος , οσον δύναμε” είπε, μα δεν πρόλαβε. Η δολοφονία του άλλαξε τα πάντα. ‘Ηρθαν οι ξένοι και για τον ρόλο τους ο Δημήτριος Υψηλάντης έστελνε μηνύματα: “Εχομε πάρα πολύ ακριβά αγορασμένη την ελευθερία μας ,ώστε να μην την αφήσομε να σκλαβωθεί χειρότερα”.